- τιμητικῆς
- τῑμητικῆς , τιμητικόςestimatingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… … Dictionary of Greek
απονομή — η (AM ἀπονομή) [απονέμω] νεοελλ. χορήγηση, παροχή τίτλου, βραβείου ή τιμητικής θέσης αρχ. χορήγηση, αμοιβή … Dictionary of Greek
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek
λογιότητα — η (AM λογιότης) [λόγιος] 1. η ιδιότητα τού λόγιου ανθρώπου 2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων μσν. αρχ. 1. ευφράδεια, ευγλωττία 2. λογικότητα αρχ. 1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους 2 … Dictionary of Greek
περγαμηνή — Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων. Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της… … Dictionary of Greek
προτιμία — ἡ, Α [πρότιμος] προτίμηση ή εξαιρετική τιμή στην απονομή τιμητικής εκδήλωσης («εἰς τὸ θεῑον προτιμία», επιγρ.) … Dictionary of Greek
Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Τζαραβέλλας, Βασίλειος — (Σούλι 1797 – Ναύπλιο 1857). Οπλαρχηγός του 1821, απόγονος της ενετικής οικογένειας Τζαραβέλλα. Ο παππούς του σκοτώθηκε σε κάποια στάση εναντίον του τότε δόγη της Βενετίας και ο πατέρας του καθώς και οι θείοι του εξορίστηκαν. Από αυτούς, άλλοι… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek